+30 2310 553162 ,+30 2310553163, +30 2310553192

Blog post

Μίσθωση Κατοικίας (διάρκεια, μίσθωμα, λήξη, καταγγελία)

Η μίσθωση κατοικίας (παλαιές και νέες μισθώσεις) ρυθμίζεται τόσο από τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 574 επ.) όσο και από τον νόμο 1703/1987 όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον νόμο 2235/1994. Από τις γενικές διατάξεις του ΑΚ απορρέει η ελευθερία  των μερών (δυνάμει της ελευθερίας των συμβάσεων, αρχή που διέπει τις ιδιωτικές σχέσεις) να συνάψουν τη σύμβαση μίσθωσης κατοικίας για το χρονικό διάστημα που επιθυμούν ή και ακόμη να μην προβλεφθεί χρονική διάρκεια αυτής, αλλά να καταρτισθεί σύμβαση μίσθωσης αορίστου χρόνου, χωρίς να θεσπίζεται κάποιος ελάχιστος χρονικός περιορισμός που θα πρέπει να ισχύσει για τις μισθώσεις κατοικίας.

Ωστόσο, ως τροχοπέδη της ελευθερίας των μερών αναφορικά με την ελάχιστη διάρκεια της μισθωτικής σχέσης εμφανίζεται ο νόμος 1703/1987 (τροποποιημένος από τον ν. 2235/1994), ο οποίος στο άρθρο 2§1 ορίζει πως: «Η μίσθωση ακινήτου για κατοικία ισχύει τουλάχιστον για τρία (3) έτη, κι αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρονικό διάστημα ή για αόριστο χρόνο. Η διάταξη αυτή ισχύει και μετά την 1.7.1997. Σύντμηση της τριετίας επιτρέπεται με νεότερη συμφωνία απέχουσα από την έναρξη της μισθωτικής σύμβασης τουλάχιστον έξι (6) μήνες μετά την κατάρτισή της και αποδεικνυόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο». Από τη διάταξη αυτή, απορρέει ευθέως η υποχρέωση των μερών να συνάπτουν τη σύμβαση μίσθωσης με ελάχιστη διάρκεια τα τρία (3) έτη. Τα μέρη, βέβαια, δύνανται να ορίσουν βραχύτερο χρονικό διάστημα (πχ. ένα ή δύο έτη), όμως, εκ του νόμου, πριν την παρέλευση της τριετίας δεν μπορεί ούτε ο εκμισθωτής να απαιτήσει από το μισθωτή να εγκαταλείψει το μίσθιο, ούτε ο μισθωτής να φύγει αζημίως από το μίσθιο, αφού θα υποχρεούται να αποπληρώσει όσα μισθώματα απομένουν μέχρι τη λήξη της τριετούς διάρκειας (βλ. 650/2007 ΑΠ, 1/2017 Ειρ. Ροδ).

Στο άρθρο 1 του ίδιου νόμου, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής αυτού και αναφέρεται πως στις διατάξεις του υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων που χρησιμοποιούνται κατά τη μισθωτική σύμβαση για κύρια κατοικία. Επομένως, η τριετία ως ελάχιστο χρονικό διάστημα διάρκειας μιας μισθωτικής σχέσης κατοικίας, αφορά μόνο τις περιπτώσεις κύριας κατοικίας. Έτσι ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε άλλη μίσθωση για διαφορετική χρήση, όπως είναι και η μίσθωση για δευτερεύουσα ή εξοχική κατοικία, η οποία ως αστική διέπεται τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Εάν με την μισθωτική σύμβαση έχει συμφωνηθεί η χρήση του μισθίου για άλλη χρήση και όχι ως κυρίας κατοικίας, ο δε μισθωτής, χωρίς να έχει τροποποιηθεί έστω και σιωπηρώς η σύμβαση, χρησιμοποιεί το μίσθιο ως κύρια κατοικία του, η μίσθωση δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του ν. 1703/1987 από μόνο το γεγονός της αυθαίρετης χρήσης του μισθίου ως κύριας κατοικίας, αλλά εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (ΑΠ 850/1998 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 851/1998, ΝΟΜΟΣ).

Συμπερασματικά, λοιπόν, η μίσθωση κύριας κατοικίας έχει τριετή ελάχιστη διάρκεια, υποχρεωτική και για τα δύο μέρη, ακόμα και αν έχει συμφωνηθεί βραχύτερος χρόνος ή αόριστος χρόνος, ενώ συντόμευση της τριετίας επιτρέπεται μόνο με νεότερη συμβολαιογραφική πράξη, καταρτιζόμενη τουλάχιστον έξι μήνες μετά την έναρξη της μίσθωσης.

Στις μισθώσεις κατοικιών, το ύψος του μισθώματος διαμορφώνεται ελεύθερα και δεσμεύει και τις δύο πλευρές. Είναι απολύτως έγκυρη κάθε συμφωνία για το ύψος του μισθώματος αλλά και για την μετέπειτα σταδιακή αναπροσαρμογή του, που συμπεριλαμβάνεται στο μισθωτήριο, ωστόσο, σήμερα, η συμφωνία υψηλών ποσοστών αναπροσαρμογής δύσκολα τηρείται στην πράξη. Στις περιπτώσεις που ο συμβατικός χρόνος ορίστηκε μικρότερος από την τριετία χωρίς να συμφωνηθεί ο τρόπος αναπροσαρμογής του ενοικίου για το υπόλοιπο διάστημα μέχρι τη συμπλήρωσή της, τότε το καταβαλλόμενο μίσθωμα μέχρι τη λήξη της τριετίας εκ του νόμου πρέπει να αναπροσαρμόζεται ετησίως όπως και στις επαγγελματικές μισθώσεις, ήτοι κατά ποσοστό ίσο με 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής που δίνει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος για τους αμέσως προηγούμενους 12 μήνες. Η καθυστέρηση δε καταβολής από το μισθωτή των δαπανών κοινοχρήστων του μισθίου και κάθε άλλης χρηματικής οφειλής, που αφορά το μίσθιο και κατά τη συμφωνία τον βαρύνει, έχει τα έννομα αποτελέσματα καθυστέρησης του μισθώματος.

Λόγοι λύσης της μίσθωσης κατοικίας: Ο νόμος, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα και των δύο μερών, έχει θεσπίσει διάφορους λόγους πρόωρης καταγγελίας των συμβάσεων μίσθωσης, στην περίπτωση που η συνέχιση μιας μίσθωσης καταστεί δυσλειτουργική για τα συμβαλλόμενα μέρη. Έτσι, λύση της μίσθωσης μπορεί να επέλθει οποτεδήποτε με καταγγελία αυτής προερχόμενη ενδεικτικά:

Α. Για το ΜΙΣΘΩΤΗ όταν: – δεν του παραδόθηκε η χρήση του μισθίου στο συμφωνημένο χρόνο ή του αφαιρέθηκε στη συνέχεια η συμφωνημένη χρήση, – υπάρχουν στο μίσθιο πραγματικά ή νομικά ελαττώματα ή όταν εκλείπουν συμφωνημένες ιδιότητες,
– από τη μίσθωση απειλείται κίνδυνος για την υγεία του μισθωτή ή όσων συνοικούν μαζί του, ακόμη κι αν αυτός γνώριζε την ύπαρξη των επικίνδυνων αυτών συνθηκών.

Β. Για τον ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ όταν: – ο μισθωτής κάνει κακή χρήση του μισθίου ή χρήση αντίθετη από εκείνη που συμφωνήθηκε ή δεν έχει την πρέπουσα συμπεριφορά προς τους λοιπούς ενοίκους,
– ο μισθωτής δεν καταβάλλει ολόκληρο, ή μέρος του μισθώματος και μάλιστα στο χρόνο που οφείλει να το πράξει. Ήδη έχει καθιερωθεί ταχεία διαδικασία έκδοσης δικαστικής «διαταγής απόδοσης μισθίου» χωρίς ακροαματική διαδικασία, αναβολές, μάρτυρες κλπ., εναντίον όσων ενοικιαστών αρνούνται να καταβάλουν τα μισθώματα, αφού πρώτα προσκληθούν με έγγραφη πρόσκληση του εκμισθωτή. Όμως η εν γένει ασήμαντη χρονικά ή ποσοτικά καθυστέρηση μισθωμάτων, μπορεί να καταστήσει κατά περίπτωση την καταγγελία καταχρηστική.

Στην περίπτωση, βέβαια, που μία μισθωτική σχέση κυλήσει ομαλά, τότε η λύση της καθορίζεται πρωτίστως από το εάν αυτή συμφωνήθηκε ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου:

Η μίσθωση ορισμένου χρόνου, όταν δηλαδή τα μέρη συμφωνούν ότι η μεταξύ τους μισθωτική σχέση θα διαρκέσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, λήγει αυτοδίκαια, μόλις περάσει το διάστημα αυτό, χωρίς να απαιτείται καμία πρόσθετη διατύπωση.

Η μίσθωση αορίστου χρόνου, λήγει μόνο με την καταγγελία ενός εκ των δύο συμβαλλομένων μερών, χωρίς να απαιτείται ο λόγος της καταγγελίας στην περίπτωση αυτή να είναι ουσιώδης ή σπουδαίος.

Αν το μίσθιο αποτελεί οικογενειακή στέγη εν γνώσει του εκμισθωτή, η καταγγελία εκ μέρους του είναι άκυρη εάν αυτή δεν κοινοποιηθεί και στο σύζυγο του μισθωτή, ακόμα κι αν ο σύζυγος δεν αναφέρεται πουθενά στο μισθωτήριο συμβόλαιο ως συμβαλλόμενο μέρος.

Το γραφείο μας διαθέτει μακροχρόνια εμπειρία σε μισθωτικές υποθέσεις και μπορεί να σας παρέχει εξειδικευμένες πληροφορίες και συμβουλές. Μπορείτε να μας καλέσετε στα τηλέφωνα επικοινωνίας του γραφείου μας για την επίλυση κάθε προβλήματός σας.